- χαλίνωση
- η / χαλίνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [χαλινῶ]τοποθέτηση χαλινού στο άλογο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλινώσῃ — χαλινώσηι , χαλίνωσις bridling fem dat sg (epic) χαλῑνώσῃ , χαλινόω aor subj mid 2nd sg χαλῑνώσῃ , χαλινόω aor subj act 3rd sg χαλῑνώσῃ , χαλινόω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενστόμιση — η [ενστομίζω] χαλίνωση ζώου … Dictionary of Greek